βεβιασμένα

βεβιασμένα
βιάζω
constrain
perf part mp neut nom/voc/acc pl
βεβιασμένᾱ , βιάζω
constrain
perf part mp fem nom/voc/acc dual
βεβιασμένᾱ , βιάζω
constrain
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βεβιασμένας — βεβιασμένᾱς , βιάζω constrain perf part mp fem acc pl βεβιασμένᾱς , βιάζω constrain perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απειρόκαλος — ἀπειρόκαλος, ον (AM) 1. αυτός που αγνοεί το ωραίο, ακαλαίσθητος, χυδαίος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπειρόκαλον η απειροκαλία αρχ. επίρρ. ἀπειροκάλως 1. ακαλαίσθητα 2. ανόητα, βεβιασμένα …   Dictionary of Greek

  • ξερόγελα — τα βεβιασμένα, προσποιητά γέλια …   Dictionary of Greek

  • σταυρώνω — σταυρῶ, όω, ΝΜΑ, και σταυρώνω Μ [σταυρός] 1. προσηλώνω κάποιον επάνω στον σταυρό, θανατώνω με σταυρικό θάνατο (α. «αυτοί που σταύρωσαν τον Χριστό» β. «παραδώσουσιν αὐτόν., και σταυρῶσαι» γ. «τοὺς αἰχμαλώτους ἐσταύρωσαν», Πολ.) 2. (το αρσ. μτχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”